- αφαντασίαστος
- ἀφαντασίαστος, -ον (AM) [φαντασιάζομαι]1. αφανέρωτος, ανεκδήλωτος2. χωρίς τρομακτικά όνειρα3. απαλλαγμένος από φαντασιώσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφαντασίαστος — not manifested masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντασιάστως — ἀφαντασίαστος not manifested adverbial ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντασίαστον — ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem acc sg ἀφαντασίαστος not manifested neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντασιάστου — ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντασίαστοι — ἀφαντασίαστος not manifested masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)